βρομόκαιρος

βρομόκαιρος
ο
δυσάρεστος, άθλιος καιρός, συνήθως με κρύο, αέρα, βροχή: Μ’ αρέσει πολύ να μένω σπίτι μ’ αυτόν το βρομόκαιρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βρομόκαιρος — ο ενοχλητικός καιρός …   Dictionary of Greek

  • βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”